Το χαμένο όνειρο
«Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, κατάλαβα, πόσο το ελληνικό τοπίο επιδρά στην ψυχή του ανθρώπου. Όλα έχουν ένα μέτρο ανθρώπινο. Όπως στην αρχαία Ελλάδα. Οι θεοί, τα βουνά, τα ιερά τους, ήταν κοντά στο μπόι τους, για να τα βλέπουν και ν' αντλούν δύναμη απ' αυτά. Δεν υπήρχε η αίσθηση της υπερβολής. Για να νιώσεις την αρχαία Ελλάδα, τη σκέψη της, την τέχνη της, τους θεούς της, μια αφετηρία υπάρχει: να πιάσεις το χώμα, ν' αγγίξεις την πέτρα, να δροσιστείς από το νερό, να νιώσεις τον αέρα. Από δω, πρέπει ν' αρχίσεις.» (Καζαντζάκης)
Αυτές τις θαυμαστές σκέψεις, μια υμνολογία: σ' ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι καθόρισαν ως μέτρο, βάση κι αρμονία στη ζωή και στη σκέψη, επισημαίνει ο μεγάλος μας λογοτέχνης, παρατηρώντας και συγκρίνοντας εικόνες, που έβλεπε στην προπολεμική πατρίδα μας. Τότε, από την Κρήτη και την Πελοπόννησο, από τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου, από τη Θράκη μέχρι την Ήπειρο, όλα βασίζονταν στην ορθολογική διαχείριση του περιβάλλοντος, γιατί από αυτό εξαρτιόνταν η επιβίωση, στη συνέχεια ήρθε η εγκατάλειψη της υπαίθρου για να κορυφωθεί το πρόβλημα με την οικοδομική «άλωση» της ελληνικής υπαίθρου. Η φροντίδα, η έγνοια και πάνω απ' όλα ο σεβασμός για τη γη, αυτονόητες ενέργειες των προηγούμενων γενεών, σήμερα απουσιάζουν εντελώς, αφού έχουμε αποκοπεί τελείως από το φυσικό περιβάλλον και το μόνο περιβάλλον που μας είναι γνώριμο, είναι αυτό μιας πόλης χτισμένης μέχρι κορεσμού, χωρίς ίχνος πρασίνου και φυσικού εδάφους. Οι τόποι έπαψαν να καλλιεργούνται και σταδιακά ρημάζουν, αφού κανείς δεν υπάρχει να φροντίζει τη γη. Πού και πού συναντάς μόνο κανένα γέρικο ηλιοκαμένο πρόσωπο να τριγυρνάει σαν φάντασμα ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα μονοπάτια. Το νερό του χειμώνα παρασέρνει, όπως είναι επόμενο, τις αιμασιές, που χωρίς συντήρηση και επισκευή καταρρέουν, παρασέρνοντας μαζί τους και το χώμα που συγκρατούσαν αιώνες τώρα. Κάθε χρόνο η καταστροφή μεγαλώνει, ολόκληρες εκτάσεις διαλύονται, αλλά κανείς δεν νοιάζεται. Η φύση επαναφέρει το τοπίο στην αρχική, φυσική του κατάσταση.
Οι άνθρωποι των πόλεων, αλλά και αρκετοί της επαρχίας, αγνοούν την αξία των προαιώνιων αναλημματικών ξερολιθιών και τις αντιμετωπίζουν ως γραφική εικόνα μόνον, μακριά από την ουσιαστική τους λειτουργία και αποστολή. Το ανθρωπογενές περιβάλλον χιλιετιών, που έθρεψε γενιές και γενιές, στις μέρες μας το καταναλώνουμε, όπως κάθε τι άλλο, ως εικόνα μόνον.
Μήπως, αυτά τα ξεχωριστά τοπία έπρεπε εδώ και χρόνια να κηρυχθούν διατηρητέα, ως τόποι μοναδικής φυσικής ομορφιάς;
Μήπως, μάλιστα, με την αρωγή της πολιτείας, οι τοπικές κοινωνίες και ιδίως όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό θα έπρεπε να συνδράμουν με κάθε μέσον, ώστε να προστατεύονται και κυρίως να συντηρούνται οι υπέροχοι τόποι που μας κληροδοτήθηκαν;
Μήπως, είναι χρέος ύψιστο όλων μας να προστατεύσουμε αυτό που μας άφησαν οι προηγούμενες γενιές ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη και αποτελεί την πολιτιστική μας κληρονομιά;
Στο παρελθόν υπήρχε αρμονία στο περιβάλλον, το χωριό ήταν συγκεντρωμένο, δημιουργώντας άλλες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το βραχώδες και άγονο έδαφος των Κυκλάδων σμιλεύτηκε με πολύ κόπο και ιδρώτα για να γίνει δυνατή η διαβίωση. Έτσι δημιουργήθηκε το ατελείωτο πάζλ με τα κομματάκια εκείνα που βλέπουμε στις πλαγιές, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι συνεχείς «γραμμές» της ξερολιθιάς.
Όλα ήταν τότε μέσα στο μέτρο και στα όρια, που τους πρόσφερε η φύση. Αρχέγονες χαράξεις, γραμμές που τονίζονται με τη σκιά που ρίχνουν πάνω στο έδαφος, ακολουθώντας πιστά και με ακρίβεια τις διάφορες καμπύλες, περιτριγυρίζοντας πλαγιές, λόφους, ολόκληρα βουνά που φτάνουν χαμηλά μέχρι τη θάλασσα και δίνουν την αίσθηση ότι η γη απέκτησε ξαφνικά ρυτίδες. Μερικές φορές, το περίτεχνο κτίσιμό τους, ο ευρηματικός τρόπος που τοποθετούσαν τις φαρδιές σχιστόπλακες και διαμόρφωναν τα «κροδώματα» -τη στέψη τους δηλαδή-, αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης. Παρατηρώντας τις από μακριά, μοιάζουν με πτερύγια υπερφυσικών φανταστικών δράκων που γέρνουν ξαπλωμένοι πάνω στις πλαγιές.
Στο χωριό το ένα οικοδόμημα αγκάλιαζε το άλλο, για να συνυπάρξουν οι γείτονες. Οι αλλοτινοί κατασκευαστές, δεν είχαν την υπέρμετρη μωροφιλοδοξία των σημερινών, με, τους πολλούς καμπινέδες, στα ατέλειωτα τετραγωνικά του «καλοκαιρινού» σπιτιού. Τότε, το παραπανίσιο βαλάντιό τους, το δίνανε για να γίνουν έργα στο χωριό. Η κοινωνική ζωή ήταν στην κοινοτική πλατεία, στα πεζούλια των σπιτιών, στις καθημερινές βεγγέρες. Εκεί ζούσαν τις συντροφικές σχέσεις, εκεί ονειρεύονταν κι εκεί κρατούσαν άρρηκτο τον ιστό της κοινωνικής αλληλεγγύης τους. Γι' αυτό κι έφτιαξαν τόσο αξιοθαύμαστα έργα, που αρκετά απ' αυτά, θέλανε πολλά χέρια για να γίνουν.
Ο γείτονας, ο φίλος κι ο συγγενής, ήταν συνδεδεμένοι με τον αναμεταξύ τους κάματο. Άνθρωποι, ζώα κι ατέλειωτος μόχθος, έφτιαξαν το ανθρωπογενές ανάγλυφο των Κυκλάδων, που στους σύγχρονους καιρούς, με ευκολία εγκαταλείπεται για να ισοπεδωθεί στη συνέχεια από την επέλαση της μπουλντόζας.
Η Άνδρος, η Τήνος και άλλα Κυκλαδονήσια γεμάτα μάντρες που συγκρατούν το λιγοστό χώμα, δείχνουν από τις πέτρινες ρυτίδες τους, το βάθος της ιστορίας τους. Το τι ιδρώτας χύθηκε για να αντέξουν οι άνθρωποι στο χρόνο και στο χώρο.
Οι χωματιασμένοι σήμερα ανεμόμυλοι, νερόμυλοι, ταβλόμυλοι, οι γκρεμισμένοι περιστεριώνες, τα εγκαταλειμμένα αλώνια, τα κατεστραμμένα γεφύρια τα χορταριασμένα καλντερίμια και οι καλοχτισμένες αιμασιές άλλοτε, ήταν τα καλαίσθητα, τ' ανθρώπινα στολίδια, μέσα στους ανθισμένους κάμπους, με το λιγοστό σχετικά τρεχούμενο νερό στις ρεματιές, να δημιουργεί την μουσική υπόκρουση στην μελωδία των πουλιών.
Εμείς άραγε, τι θα αφήσουμε; Έναν απίστευτο αχταρμά ανούσιων και άχρηστων κατασκευών που συναγωνίζονται ποια θα προκαλέσει περισσότερο! Σπίτια και ξενοδοχεία που φαντάζουν σαν κακόγουστες καρικατούρες, δίπλα σε πανάρχαιες κατασκευές και αρχέγονα καταστρεμένα τοπία. Καμάρες από μπετόν, τοίχοι επενδεδυμένοι με πέτρες ελάχιστου πάχους χωρίς να επιτελούν καμία στατική λειτουργία, απολήξεις στηθαίων που μιμούνται περιστερώνες, αναγλυφάδες που όμως δεν κατεβάζουν νερό, πισίνες σε βραχώδεις πλαγιές ή ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, να θυμίζουν ένα τεράστιο, ψεύτικο και θλιβερό σκηνικό.
Τα όρια ανάμεσα στο αστικό και αγροτικό τοπίο είναι πλέον δυσδιάκριτα. Οι πόλεις «ξεχειλίζουν» και «καταπνίγουν» την ύπαιθρο, αφού η άναρχη εξάπλωση και διασπορά νέων κτισμάτων δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό. Η προαιώνια σύγκρουση πόλης-υπαίθρου έρχεται σήμερα ξανά στο προσκήνιο με τον πιο δραματικό τρόπο.
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά:
• Πρέπει να διαφυλάξουμε αυτή, έστω την πολιτιστική κληρονομιά;
• Για ποιόν ή ποιους λόγους πρέπει να γίνει αυτό;
• Και με ποιο ή ποιους τρόπους θα γίνει;